- σκοταδερός
- -ή, -όσκοτεινός: Το δωμάτιο αυτό είναι σκοταδερό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκοταδερός — ή, ό, Ν σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτάδι + επίθημα ερός (πρβλ. ζοφ ερός, παγ ερός)] … Dictionary of Greek
αλαωπός — ἀλαωπός, όν (AM) [ἀλαός] 1. αυτός που δεν βλέπει, τυφλός 2. σκοταδερός, σκοτεινός … Dictionary of Greek